- υπέρακμος
- -ον, ΜΑαυτός που έχει περάσει πλέον την ακμή τής ηλικίας τουμσν.1. (το ουδ. ενεστ. ως ουσ.) τὸ ὑπέρακμονη ώριμη ηλικία, η ηλικία μετά τη νεότητα2. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ὑπέρακμαστην ώριμη πια ηλικία.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ-* + -ακμος (< ἀκμή), πρβλ. ἔν-ακμος].
Dictionary of Greek. 2013.